ιστορίες αντικειμένων













DINA LAMP/ MOAK STUDIO 2015

Δωράκι για την αδερφή μας ή οποία είναι shopaholic και δεν κάνει καλή διαχείριση των χρημάτων της, αλλά είναι και βιβλιοφάγος και διαβάζει μέχρι αργά το βράδυ. 

 Σε ένα μαγαζί παρατηρήσαμε αυτή την λάμπα και τις οδηγίες της, και μας φάνηκε κατάλληλη για την περίπτωση της αδερφής μας, η οποία πάντα κοιμάται πάνω στο βιβλίο και αφήνει το φως ανοιχτό για ώρες. 

Το νόμισμα είναι απαραίτητο για να κλείσει το κύκλωμα και να ανάψει η λάμπα, οπότε κάθε φορά που θα την χρησιμοποιεί θα της υπενθυμίζει ότι "καίει" χρήματα κάθε φορά που ανάβει η λάμπα και έχει και μια ΔΕΗ να πληρώσει!

Γεωργία Οικονόμου 

Νικολέτα Κτίστου 

_______________













Plugg skrekkogle, 2012

Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ο Ρούλης, ο κίτρινος τετραγωνούλης. Ο  
Ρούλης ζούσε στον κόσμο των τετράγωνων ραδιοφώνων, αλλά δε του άρεσε η  
ζωή εκεί. Κι αυτό γιατί όλα τα άλλα τετράγωνα ραδιόφωνα δε σταματούσαν  
ποτέ να τραγουδούν, να μιλούν και να κουτσομπολεύουν, κάτι το οποίο  
του προκαλούσε ένα μόνιμο πονοκέφαλο και μία αρνητική διάθεση. 

Έτσι μια μέρα σηκώθηκε ξαφνικά από το στρογγυλό κρεβάτι του και  
αποφάσισε να εξερευνήσει τον εαυτό του και τον κόσμο γύρω του,  
αλλάζοντας ριζικά τη ζωή του. Μάζεψε τα πράγματά του, τύλιξε το  
καλώδιό του, τα φόρτωσε στην πλάτη του και ξεκίνησε το ταξίδι του.

Μετά από πολλές εβδομάδες πλάνης, βρέθηκε στον κόσμο των ανθρώπων.  
Αλλά ακόμα κι εκεί οι προσδοκίες του κύλησαν μακριά, καθώς οι άνθρωποι  
ήθελαν να έχουν τον απόλυτο έλεγχο πάνω του. Περιόριζαν την ελευθερία  
του, κλείνοντάς τον «σε τέσσερις τοίχους» και ελέγχοντας το πότε θα  
τραγουδάει, θα μιλάει ή θα τρώει.

Ώσπου μια μέρα, μην αντέχοντας άλλο όλη αυτήν την καταπίεση, πήρε  
την απόφαση να επαναστατήσει ενάντιας στο πώμα μέσω του οποίου τον  
έλεγχαν οι άνθρωποι, έκαψε το καλώδιό του κι έγινε ασύρματος. Με αυτόν  
τον τρόπο το τραγούδι του διαχέονταν από παντού όποτε αυτός ήθελε και  
κατάφερε επιτέλους να πάρει πίσω τον έλεγχο της ζωής του και να βγει  
«out of the box»!

Ακτύπη Σοφία, Καραγιαννίδου Ιφιγένεια

___________________




















Beogram 4000 record player | Jacob Jensen, 1972

Στην οροσειρα του Ολυμπου, σ’ ένα χωριο στους προποδες αυτου, την Μορνα ή αλλιως γνωστη ως Σκοτεινα, οπου κανενας ανθρωπος εδω και εκατονταδες χρονια δεν ειχε επισκεφτεί, βρισκοταν καπου ολομοναχο, ενα πανεμορφο ασημενιο πικαπ. Η εικονα του ηταν βγαλμενη απο μια αλλη εποχη. Μια εποχη οπου ακομα ολα ηταν μαγικα.

Οι ντοπιοι της περιοχης ηξεραν για την υπαρξη του, αλλα ποτε μα ποτε δεν το ειχε δει εστω και ενας απο κοντα. Η πιστη τους ηταν οτι αν καποιος το βρει θα μπορεσει να ανακαλυψει ολη τη μαγεια που εκρυβε και θα τους τη μεταδώσει.

Ο νεαρος αρχαιολογος γ.π., φοιτητης του ΑΠΘ, εμαθε για την υπαρξη του, για την αναζητηση του απο τους ντοπιους της περιοχης, καθως και για τον λογο της αναζητησης του απο αυτους και αποφασισε να το αναζητησει ο ιδιος.

Ξεκινησε και πηγε στο χωριο αυτο, στη Μορνα, εμαθε και κατεγραψε ιστοριες γυρω απο αυτο, πηρε πληροφοριες, βρηκε χαρτες απο το διαδυκτιο για τα σημεια αναφορας που εψαχνε και ξεκινησε την ερευνα του…….

Κατα την διαρκεια του ταξιδιου του ομως, αντιμετωπισε η αληθεια ειναι, πολλα εμποδια, αλλα η αγαπη του για το παλιο, το μαγικο και τη μουσικη, τον ωθησαν να προχωρησει υπερπηδωντας τα παντα στον δρομο του, προκειμενου να ειναι αυτος ο πρωτος που θα συναντουσε αυτο το αντικειμενο.

Οταν με τα πολλα, εφτασε επιτελους στο αποκρυφο αυτο χωριο, βρηκε το πικαπ.
Μολις το αγγιξε,αυτο αρχισε να περιστρεφει τον δισκο που ειχε μεσα του, ξεκινωντας μια μελωδια μαγικη που τον εκανε να ταξιδεψει μαζι του σε μια αλλη εποχη και σε μια αλλη διασταση!!!!

Το πηρε αγκαλια και αρχισε να χορευει στους ρυθμους του!!! Οσο πιο εντονα χορευε, τοσο σε πιο αγνωστα μερη ταξιδευε,σε μερη οπου ολα έλαμπαν!! Ελαμπαν οπως αυτο!!! Οπου ολα ηταν και αυτα ασημενια, ακομα και αυτα που δεν είχαν χρωμα ασημι, ηταν εοικαλυμενα με στρας και ασημοσκονες!!!!

Καθως ταξιδευε, αντιληφθηκε οτι η μουσικη ηταν η γεφυρα που συνεδεε τον ανθρωπινο αληθινο κοσμο με τον φανταστικο και πως αν το εφερνε μαζι του, το ασημενιο αυτο πικαπ, ολα θα αλλαζαν… Πηρε και μια αλλη αποφαση, που ανετρεψε τον αρχικο σκοπο του ταξιδιου του. Αποφασισε να μην αποκαλυψει στους ντοπιους της μορνας την ανακαλυψη του ασημενιου πικαπ, ωστε να κρατησει τη μαγεια του μονο για την δικη του ζωη!!...

Ετσι και εκανε… Και ετσι, η μαγεια της μουσικης του πικαπ, αλλαξε για παντα τον κοσμο του, γιατι καταφερε οχι μονο να φτασει στον πραγματικο κοσμο, αλλα και στον φανταστικο του μελλοντος! Εκανε απλα μια και μονο σταση στο πραγματικο του παροντος, δηλαδη της ζωης του αρχαιολογου και συνεχισε να ταξιδευει μεσα στον χρονο,,, περα, πιο περαααα, φευγοντας μακρυα απο τον πλανητη γη, ταξιδευοντας σε αλλους πλανητες και οπου πηγαινε εφερνε την απολυτη αρμονια και ευτυχια η μελωδια του. Και ετσι,ολοι οι πλανητες αρχιζαν να συγχρονιζονται μεταξυ τους και ο ενας να επικοινωνει με τον αλλον. Και αυτος ο φοιτητης εγινε κρικος ολης αυτης της αλυσιδας ετσι δεσμιος της και πλεον το φανταστικο, εγινε το σπιτι του και το πραγματικο χαθηκε,σε ενα παρελθον φανταστικο!!!!!!

Εντελλει, χαθηκε μεσα στο ταξιδι, δεν ηξερε πλεον που ειναι το πραγματικο και που το φανταστικο,π ου το παρον και που το μελλον!!!!!!......

-«αραγε….πως θα γυρισω πισω;;;;;»

Τεμπερεκίδου Θάλεια

__________________



















Αnna & Alessandro | Alessandro Mendini for Αlessi, 1994

Κάποτε σε μία ήσυχη γειτονιά στην μέση του δρόμου βρισκόταν μια πολυκατοικία που αποτελούταν από 4 διαμερίσματα. Το διαμέρισμα του ισογείου ήταν για αρκετό καιρό ξενοίκιαστο και εγκαταλελειμμένο. Ώσπου μια μέρα εμφανίστηκαν στην είσοδο μία μητέρα με ένα μικρό παιδί. Ήταν οι καινούργιοι ενοικιαστές! Μέρα με την μέρα το διαμέρισμα διαμορφωνόταν σε ένα πολύ φιλόξενο μέρος γεμάτο ζωντάνια και χρώματα. Κάποια στιγμή ενώ καθάριζαν την βιτρινιέρα βρήκαν ένα ξεχασμένο ζευγάρι τιρμπουσόν γεμάτο σκουριά. Αφού το γυάλισε η μητέρα το πρωί, το τοποθέτησε πάνω στον πάγκο της κουζίνας. Το μεσημέρι όταν ξάπλωσε για τον μεσημεριανό της ύπνο, ο μικρός Γιαννάκης μπήκε μέσα στην κουζίνα για να κλέψει δυο μπισκοτάκια. Όμως, του διέγειραν το ενδιαφέρον τα τιρμπουσόν γιατί γυάλιζαν πάρα πολύ. Ξέχασε τα μπισκότα, άρπαξε στα χέρια του τα τιρμπουσόν και έτρεξε στο δωμάτιό του για να παίξει μαζί τους. Έβγαλε τους μαρκαδόρους από την κασετίνα του και άρχισε να τους δίνει ζωή. Έκτοτε το κάποτε άψυχο ζευγάρι τιρμπουσόν απέκτησε ένα λαμπρό χαμόγελο στα χείλη που κράτησε αιώνια. 

Φοιτήτριες: Kαλλιόπη Παπαθανασίου, Δομνίκη Μαυρικίου

__________________



















Tolomeo office light | Michelle de Lucchi, 1987

Υπάρχουν 3 λάμπες σε ένα χώρο που αντιστοιχούσαν  σε μια παρέα Νεαρών, οι οποίοι γνωρίζονταν από παιδιά εκεί και απο πάντα είχαν αυτές τις λάμπες. Διάβαζαν, συναντιόντουσαν και περνούσαν άπειρες ώρες  σε αυτό τον χώρο χρησιμοποιώντας αυτές τις λάμπες. Σήμερα. Είναι η τελευταία μέρα θα συναντηθούν όλοι μαζί από κοντά στο μέρος το οποίο διάβαζαν από πάντα. Διότι θα πρέπει να χωρίστουν μετά από αυτή τη συνάντηση για να πάει ο καθένας τις σπουδές του στο εξωτερικό να ακολουθήσουν τα όνειρά τους. Έτσι λέγοντας τα τελευταία τους λόγια, προτού φύγουν, κοιτάνε τις λαμπες οι οποίες φώτιζαν το χώρο ακόμα και τώρα και της κλείνουν για μια τελευταία φορά.

Γεωργία Τσιβελεκιδου  Θεόφιλος Παπαδόπουλος

__________________




















city radio | emmanuelle pizzolorusso for Palomar, 2020 
slow | studio opus B, 2017

Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένα “ ραδιόφωνο” που δεν ήξερε τον εαυτό του. Μια μέρα άνοιξε μία πόρτα και μπήκε ένας άνθρωπος που είχε μόλις πιεί ένα ”χρονοοικονόμο σφηνάκι” . Ο άνθρωπος καβάλησε το “ραδιόφωνο” και πάτησε ένα κουμπί που έγραφε berlin ακούστηκε τότε η μπάσα φωνή μιας χορωδίας στα Γερμανικά. Έπιτα πάτησε ένα δεύτερο κουμπί και ακούστηκαν οι τενόροι στα κινέζικα μόλις είχε πατήσει το Beinjing. Ξαφνικά η πόρτα ανοιγόκλεισε ξανά και μπήκε ένας δεύτερος άνθρωπος , το “ραδιόφωνο” μεγάλωσε και μετατράπηκε σε μοτοσυκλέτα για 2 άτομα. Οι δύο άνθρωποι δώσανε τα χέρια αγκαλιαστήκανε και ανέβηκαν στη μοτοσυκλέτα. Πατήσανε το επόμενο κουμπί και ακούστηκε μια χορωδία γαλλική περιστράφικε ο πλανήτης και από το Πεκίνο βρεθήκαν στο Παρίσι! ΜΠΟΥΜ! ΜΠΟΥΜ! ΜΠΟΥΜ! Η πόρτα άνοιξε μια τρίτη φορά. Σιγά σιγά όλες οι γλώσσες του κόσμου ακουγόντουσαν εκεί. Το περίεργο ραδιόφωνο μεταμορφώθηκε σε λεωφορείο διαστημόπλοιο και η πολύγλωσση χορωδία ακουγόταν σαν μία αναπνοή. Ήταν μία υπέροχη ανθρώπινη ανάσα...Η γη άρχισε να πάλλεται σαν μπαλόνι που φούσκωνε και ξεφούσκωνε. Τότε τα μέλη της γη-χορωδίας μαζί με τον ήλιο και όλο το πλανητικό σύστημα άρχισαν να ταξιδεύουν όχι μόνο μέσα στον γαλαξία αλλά και μέσα στις ανθρώπινες ψυχές , σκέψεις , συναισθήματα. Κάπου στον πλανήτη ένας BARTENDER ετοίμαζε τα μαγικά ποτά. Πίνοντάς τα έκανε έναν έναν τους γήινους να μετακομίσουν στον χώρο της ουράνιας χορωδίας. “Καλώς ήλθες” λέγανε στον κάθε νεοφερμένο. Κάπως έτσι άρχισε να αναπνέει σταδιακά όλος ο πλανήτης. Ήδη κάποιοι είπανε κάτι ακόμη...ακόμη...ακόμη... Σταδιακά κάποιοι από όλους τους χορωδούς άρχισαν να διευθύνουν την ορχήστρα. Μερικοί βάλανε και χρώμα στην άκρη της μπαγκέτας και έτσι δημιουργήθηκε η τέχνη της ζωγραφικής



















Δημήτρης Σπυρίδης, Δημοσθένης Νανούσης, Αβραάμ Κοέν

_______________




















Louis Ghost Chair | Philippe Starck

Η αγαπημένη μου γιαγιά Λίζα πάντα είχε έναν ιδιαίτερο δεσμό με μια παλιά, ξύλινη καρέκλα. Το φθαρμένο, αρχοντικό αυτό αντικείμενο με τα χρόνια είχε μετατραπεί σε αναπόσπαστο κομμάτι της. Σχεδόν καθημερινά, τη βρίσκαμε καθισμένη σε αυτήν• όλες οι στιγμές που θυμάμαι μαζί της, κάθε ιστορία που ανακαλώ να αφηγείται, όλα συνέβησαν σε εκείνη την καρέκλα, με την μπαρόκ παλαίωση και τη γλυκιά μυρωδιά.
Μια μέρα όμως έμελλε να αλλάξει τα πάντα. Στο σπίτι της γιαγιάς ξέσπασε μεγάλη πυρκαγιά και παρά τις προσπάθειες των πυροσβεστών, ο χώρος καταστράφηκε ολοσχερώς και η αγαπημένη μου γιαγιά έφυγε από τη ζωή. Το μόνο πράγμα που επιβίωσε με έναν μυστηριακό και απόκοσμο τρόπο ήταν η καρέκλα. Η καρέκλα της γιαγιάς Λίζας παρέμεινε άθικτη από τη φωτιά. Ωστόσο, κάτι άλλαξε σε αυτήν. Η σύστασή της είχε μεταβληθεί. Έγινε διάφανη και αποχρωματίστηκε, σαν να χάθηκε η ζωντανή της φύση.
Αναρωτιέμαι, αν η ψυχή της γιαγιάς είναι εγκλωβισμένη σε αυτό το αχρώμο, άψυχο αντικείμενο, αν το πνεύμα της εξακολουθεί να διαμένει μέσα στην αγαπημένη της καρέκλα. Μήπως η αγάπη της για αυτή την καρέκλα την κρατά ζωντανή μέσα από τον χρόνο; Μήπως εκεί μέσα κατοικεί η ψυχή της αγαπημένης γιαγιάς μας; Παραμένει ένα μυστήριο που μας κάνει να πιστεύουμε ότι η αγάπη μπορεί να επιβιώσει ακόμη και μετά τον θάνατο, μετατρέποντας ακόμη και τα αντικείμενα σε φύλακες των αναμνήσεών μας.

Κατερίνα Αρχοντή, Τζένη Λιτσεσελίδου


_______________




















κούπα του Πυθαγόρα

Ένα Σάββατο πρωί δυο φίλες που  βρίσκονταν σ’ενα μαγαζί και συγκεκριμένα στη πτέρυγα των οικιακών σκευών ψάχνουν το κατάλληλο δώρο για τον φίλο τους τον Χάρη . Βρίσκονται όμως σ’ενα μεγάλο δίλημμα για το τι θα του πάρουν και ενώ απορρίπτουν όλα τα ποτήρια ξαφνικά το βλέμμα τους πέφτει σ’ενα ξεχωριστό ποτήρι κρασιού , τωρα γιατί είναι ξεχωριστό αυτό το ποτήρι θα απαντήσουμε ευθείς αμέσως . Το ποτήρι αυτό είναι ειδικά σχεδιασμένο για εναν άνθρωπο που αντιμετωπίζει πρόβλημα με τον αλκοολισμό , όπως και π φιλος τους ο Χάρης , λόγω του σχήματος του σε επιτρέπει να το γεμίσεις μέχρι ένα συγκεκριμένο σημείο αλλιώς το κρασί χύνεται και κανένας δεν επιθυμεί εναν λεκέ από κρασί . Αλλιώς θα μπορούσαμε να το αποκαλέσουμε ποτήρι ειρωνίας καθώς είναι ευκολότερο να πάρεις ένα ποτήρι που θέτει από μόνο του τα όρια σου παρα να πεις στον φίλο σου ότι είναι αλκοολικός αλλά παράλληλα πρεσβεύει και μια αισιόδοξη φιλοσοφία αφού το ποτήρι δεν είναι ούτε μισό γεμάτο ούτε μισό άδειο είναι απλά μισό . 

Ξένια Νικολάου και Μαρκέλλα Βέρρου






















DETEXT, Silicone Valley Breaking Techno-mediated Habits | Pinelopi Papadimitraki, 2019

Mια φορά και έναν καιρό,

Σε έναν κόσμο μακρινό, υπήρχε μια χώρα δίχως όνομα με λοιπούς λοφίσκους και βουνά. Εκεί κυβερνούσαν 3 βασιλείς. Στόχος των βασιλιάδων αυτών ,ήταν να καταφέρει ένας από αυτούς να γίνει ο απόλυτος μονάρχης,ονοματίζοντας το έθνος. Πολλά χρόνια οι βασιλιάδες μας έρχονταν σε σύγκρουση μεταξύ τους και η ύπαρξη τόσο έντονου ανταγωνισμού και βεντέτας χειροτέρευε την κατάσταση. Τόσο δυσμενείς ήταν οι συνθήκες, που ο ανταγωνισμός αυτός εμφανίζονταν μέχρι και μεταξύ των υπηκόων τους.  Το μέσο της μονομαχίας των βασιλιάδων ήταν ένας διαγωνισμός μόδας, καλαισθησίας και δημιουργικότητας. Αυτός που θα κατόρθωνε να επισκιάσει με την εφεύρεση του τους υπόλοιπους θα νικούσε. Έτσι λοιπόν περνούσαν τα χρόνια, μέχρι που ένας από τους βασιλιάδες (που δεν θα ήταν ορθό να ονοματίζαμε ακόμα) αποφάσισε πως ήθελε να δώσει ένα τέλος στην πολύχρονη βεντέτα και στις υποχθόνιες δολοπλοκίες που είχαν δημιουργηθεί όλων αυτόν τον καιρό. Βαθιά πικραμένος και απελπισμένος από την πρόσφατη ήττα του από το γειτονικό βασίλειο, σε μια ακόμα μονομαχία μόδας, ένα βράδυ αφήνει τα μεγαλοπρεπή ρούχα του και τη κορώνα του, φορά το πιο βρώμικο και ταλαιπωρημένο ένδυμα που θα μπορούσε να βρει, κλεμμένο από έναν φύλακα του, και αποφασίζει να ξεκινήσει ένα ταξίδι στην προσπάθεια εύρεσης της έμπνευσης που είχε χάσει δες και τόσο καιρό. Περιπλανώμενος σε διαφορά μέρη στο βασίλειο του, χάνοντας σιγά σιγά κάθε ελπίδα, κατέληξε να προσπαθεί να πνίξει τη θλίψη του σε μια από τις πιο κακοφημισμενες μπιραρίες. 

        Εκεί είναι που γνωρίζει έναν μεθύστακα -χωρίς καμία ιδέα από μόδα-, ο οποίος είχε αποφασίσει να του εξιστορήσει διάφορες τρέλες της ζωής του, αληθινές και μη. Ενώ οι υπόλοιποι θαμώνες του μαγαζιού περιεπαιζαν τον τρελό μεθύστακα και εκεί που ο μεταμφιεσμένος βασιλιάς είχε αποδεχτεί την μοίρα του, ο τρελός άντρας του διηγήθηκε έναν αστικό θρύλο, για μια μάγισσα που μπορούσε να βοηθήσει οποιαδήποτε πονεμένη ψυχή, σε μια καλύβα σε έναν αδιάβατο βάλτο μακριά από οποιαδήποτε ύπαρξη πολιτισμού. Ενώ όλοι όσοι ήταν μπροστά στο σκηνικό, κορόιδεψαν τον κοιμισμένο πλέον απο το ποτό άνδρα, ο βασιλιάς πάγωσε αντιλαμβανόμενος πως αυτή μπορεί να ήταν η μοναδική του ευκαιρία πλέον να βρει μια λύση στο πρόβλημα του. 

  Έτσι ξεκίνησε ενα ταξίδι που διήρκησε 3 μέρες και 2 βραδιά προσπαθώντας να βρει την τοποθεσία που του ειχε διηγηθεί ο μεθυσμένος άντρας. Το 3 και τελευταίο βράδυ μετα απο ώρες ταξιδιού, ανακαλύπτει έναν βάλτο στου οποίου το δρομάκι παρατήρησε αφρό να κατευθύνεται προς μια κατεύθυνση. Ο βασιλιάς ακολουθώντας το δρομάκι με τον αφρό βρέθηκε στο καλύβι όπου τον υποδέχτηκε η γριά μάγισσα , όπως ακριβώς στην ιστορία. Αυτός έπεσε στα γόνατα παρακαλώντας την βοήθεια την γυναίκας σχεδόν κλαίγοντας πλέον. Αυτή τον άφησε να περάσει λέγοντας του πως τον περίμενε, και πως το καζάνι της ειναι ήδη έτοιμο. Τότε πίνοντας ολο το φίλτρο που του ειχε ετοιμάσει ,αντανακλάτε στα μάτια του ενα κατασκεύασμα , ένα αξεσουάρ απίστευτης στιλιστικής άποψης. Ευχαριστώντας θερμά την μάγισσα και σχεδόν έτοιμος να αποχωρίσει, τον συμβουλεύει πως δεν πρέπει να ξεχνάει πως το υλικό και το ύφος του αντικειμένου που θα δημιουργήσει ,πρέπει να αντικατοπτρίζει την χώρα του, που τόσο πολυ αγαπούσε. 

  Αφού ο βασιλιάς επέστρεψε στο κάστρο του, επι χρόνια προσπαθούσε να δημιουργήσει αυτό το αντικείμενο. Έχοντας κάνει πολλά πειράματα στο πέρασμα του χρόνου, το μοναδικό στοιχείο που δεν τελειοποιούσε το αριστούργημα του, ήταν το υλικό που έπρεπε να χρησιμοποιηθεί. Έτσι καταλήγει για άλλη μια φορά να προσπαθήσει να επισκεφθεί την γριά μάγισσα για να τον βοηθήσει. Δυστυχώς , δεν κατόρθωσε ποτέ να την βρει, ενώ στη θέση της καλύβας της, είχε απομείνει ένα δείγμα αφρού. Εκεί ήταν που ο βασιλιάς κατάλαβε πως αυτό ήταν το υλικό που θα έπρεπε να χρησιμοποιηθεί, αφού είχε άμεση σχέση με τη προφητεία της μάγισσας για μια νίκη που θα αντικατοπτρίζει την χώρα τους.  

Κάπως έτσι λοιπόν, το βασίλειο πήρε το όνομα Στέλαφρος, αφιερωμένη στον βασιλιά Στέλιο καθώς και στον αφρό, που συμβόλιζε τα πυκνά βουνά του βασιλείου.


Αλεξάνδρα Κοκοβίδου, Ευγενία Νικολέτα Ξενάκη 






















Brionvega Black ST201 | Marco Zanuso, Richard Sapper 1969

Στη μέση της δεκαετίας του 70, σε ενα απομονωμένο χωριό, ένας ψυχασθενής δραπετεύει απο την ψυχειατρική κλινική. Το ίδιο βράδυ κόβονται τα καλώδια τηλεφωνικής επικοινωνίας και ανακαλύπτεται το σώμα του σερίφη του χώριου. Tο ραδιόφωνο λοιπόν αποτελεί το μόνο μέσο ενημέρωσης των κατοίκων για τον δολοφόνο που κυκλοφορεί ανάμεσά τους. Όλες οι πληροφορίες που δίνει η αστυνομία μεταδίδονται απο το ραδιόφονο, χάρη στο οποιο οι πολίτες παραμένουν ασφαλείς. Στην μέση της νύχτας ενας κάτοικος παρατηρεί εναν ύποπτο να προσπαθεί να εισέλθει στο σπίτι του γείτονά του και αμέσως πηγαίνει στον ραδιοφωνικό σταθμό, ο οποιος σε μία προσπάθεια να τον σώσει απο τον κίνδυνο, ανακοινώνει την τοποθεσία του δολοφόνου και όλοι οι κάτοικοι αγανακτισμένοι απο την κατάσταση βγαίνουν απο τα σπίτια τους και πιάνουν τον δολοφόνο.

Ιωάννα Σαββίδου, Αμαρυλλίς Φωτιάδου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου